μιλτοφυρής

μιλτοφυρής
μιλτοφυρής, -ές (Α)
αναμεμιγμένος με μίλτο, με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -φυρής (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. χερι-φυρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μιλτοφυρῆ — μιλτοφυρής daubed with red neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μιλτοφυρής daubed with red masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μιλτοφυρής daubed with red masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”